Ο νέος ΚΠολΔ μεταβάλλει όλο το δικονομικό χάρτη της απονομής
δικαιοσύνης, ενισχύοντας την έγγραφη διαδικασία εις βάρος της προφορικότητας,
του διαλόγου, της σύγκρουσης των ισχυρισμών και εν τέλει της βίαιης καταπάτησης
του «κοινού περί δικαίου αισθήματος».
Όλες οι δυνατότητες διαλόγου και προφορικής διαδικασίας, είναι
πλέον δυνητικές και εναπόκειται στη θέληση και «όρεξη» του κάθε Δικαστή. Η εξέταση μαρτύρων θα γίνεται ΜΟΝΟΝ αν το
κρίνει ο Δικαστής, ο οποίος θα στηρίζεται σε προηγούμενες ένορκες καταθέσεις ,
οι οποίες θα «κόβονται και θα ράβονται με το κιλό». Ο μάρτυρας θα δίνει ένορκες
που ούτε καν θα τις έχει διαβάσει, αλλά θα είναι ένα αντίγραφο της αγωγής. Μεταβάλλεται
βιαίως όλως ο χάρτης της δικονομίας, με την υποβάθμιση των μαρτυρικών
καταθέσεων, που ουσιαστικά αφοπλίζει πλήρως τους δικηγόρους, ο δικαστής θα
αποφασίζει ΑΝ οι δικηγόροι θα κάνουν ερωτήσεις ?. Τι πιο σπουδαίο σε μια δικη, η
"αίσθηση δικαίου", το ¨κοινό περί δικαίου αίσθημα" η δυνατότητα
αντίκρουσης και αποκάλυψης εκείνων που δεν υποστηρίζουν την αλήθεια. Αντί να
αναβαθμίζεται ο διάλογος, ο αντίλογος και η προφορική διαδικασία, η σύγκρουση
ισχυρισμών.
Διαδικασίες που θα μπορούσαν να δώσουν άμεση επίλυση των
διαφορών, όπως η Διαμεσολάβηση και η Δικαστική Μεσολάβηση υποβαθμίζονταν πλήρως, καθόσον έχουν μόνον δυνητικό χαρακτήρα
και επί της ουσία ξέρουμε όλοι οι κοινωνοί της δικαιοσύνης την πορεία των
δυνητικών διαδικασιών. Δυστυχώς ο νομικός πολιτισμός μας δεν είναι σε θέση να
εφαρμόσει δυνητικές διαδικασίες.
Υποβαθμίζεται ο λόγος, ο αντίλογος, η δυνατότητα αποκάλυψης της
αλήθειας μέσα από τις αντιφάσεις που οι δικηγόροι προσπαθούμε να βγάλουμε από την
εξέταση μαρτύρων. Η Δίκη πλέον δεν θα είναι προφορική, θα είναι μια «αίτηση»
που είτε θα γίνει δεκτή είτε όχι.
Υπάρχουν λύσεις για γρήγορη και κυρίως ΔΙΚΑΙΗ απονομή
δικαιοσύνης. Λύσεις που κανείς δεν είναι ικανός να εφαρμόσει. Η υποχρεωτικότητα
της διαμεσολάβησης θα ήταν μια από αυτές,
ιδίως σε ευαίσθητες υποθέσεις, όπως είναι οι οικογενειακές, οι σχέσεις
επιχειρήσεων και άλλες. Ακόμα και να μην
λυθεί μια υπόθεση με τα εργαλεία της διαμεσολάβησης, θα υπήρχε μια άλλη ώθηση
στη διαφορά, μέσα από τον διάλογο.
Επίσης πολλά θα μπορούσε να άλλαζε και η υποχρεωτικότητα των
δικαστών να έχουν ασκήσει κάποια χρόνια δικηγορίας πριν διορισθούν. Η άποψη
αυτή, είναι απολύτως λογική, ούτως ώστε να υπάρχει μια καθολική εικόνα και
δικαστηριακή εμπειρία. Διότι αντιλαμβανόμαστε πολλές φορές, ότι η έλλειψη εμπειρίας
των Δικαστών, δεν οδηγεί υποχρεωτικά σε μη δίκαιη κρίση, αλίμονο. Αλλά πολλές φορές
το αυστηρό και με παρωπίδες προσκύνημα της τυπολατρίας, αποπροσανατολίζει την
αληθινή δικαστική κρίση όχι μόνον περί της «δίκαιης κρίσης» αλλά και περί της «εύλογης
κρίσης».
Επίσης πολλά θα μπορούσαν να αλλάξουν εάν προηγούνταν η
προφορικότητα της έγγραφης διαδικασίας. Αυτό επιχειρήθηκε να γίνει με την
δικαστική μεσολάβηση, αλλά η έλλειψη υποχρεωτικότητας , αλλά και εκπαίδευσης
των Δικαστών (που δεν είναι παντογνώστες) για ακόμη μια φορά την καθιστά
ανενεργή ουσιαστικώς.
Εν κατακλείδι, η αντίληψη του θεσμού της Δικαιοσύνης ως μια
διαδικαστική εξουσία, που ενισχύεται η ταχύτητα εις βάρος της απονομής
δικαιοσύνης δεν είναι μια αντίληψη συμβατή με το Σύνταγμα και τους Ευρωπαικούς
Κανόνες δικαίου, αλλά κυρίως δεν είναι μια αντίληψη συμβατή με το «κοινό περί
δικαίου αισθήματος». Δυστυχώς η κοινωνική και οικονομική κρίση αναβαθμίζεται σε
μια κρίση στους ίδιους τους θεσμούς της Δημοκρατίας. Ενάντια σε ένα δυσοίωνο δικονομικό περιβάλλον, πλέον εναπόκειται στον κάθε έναν κοινωνό της δικαιοσύνης,
τον κάθε Δικαστή, τον κάθε Γραμματέα και τον κάθε Δικηγόρο, πως θα
προστατεύσουν τα δικαιώματα των πολιτών, για τα οποία έχουν δώσει τη ζωή γενεές
και γενεές ανθρώπων.